Editorial - "Θάνατος"
Η ερώτηση ήταν κατηγορηματική: «Αν σήμερα ήταν να πεθάνεις, πρέπει να μου πεις ποια θα ήταν η τελευταία σου επιθυμία;». Τυχαία μπήκα σ' ένα χώρο συνομιλιών του internet και από εκεί που γλαρωμένα έψαχνα για συνταγές αντι-ανίας, κόλλησα... Οι ηλικίες που έγραφαν και τα προσωπικά βιώματα χαρακτήριζαν τις απαντήσεις «-Θα ήθελα να κοιμηθώ με την κοπέλα μου αγκαλιά. Μόνο αυτό». «-Εγώ θα ήθελα να είχα αγκαλιά την σύντροφο μου, αλλά δεν έχω σύντροφο, οπότε δε 'πα να πεθάνω». «-Να μην γίνει αισθητή η απουσία μου σε κανέναν».
Ώρα πέντε το πρωί. Ένας ζηλιάρης άνεμος χορεύει με τις νιφάδες. Σκέφθηκα πως θα απαντούσα σ' αυτήν την ερώτηση... με τα δεδομένα ότι δεν είμαι ήρωας, ούτε άγιος ούτε τόσο αλτρουιστής, αντίθετα έχω απωθημένα, μανίες, δίψα, πόθους και την πεποίθηση ότι σιχαίνομαι τη μιζέρια και το μελόδραμα. Το δεδομένο είναι ότι όλοι θα πεθάνουμε. Ας τελειώσουμε, λοιπόν με ψηλά το κεφάλι αποχαιρετώντας τις φαντασιώσεις και τις προσδοκίες μας. Εν πρώτοις αυτό που σίγουρα θα ήθελα, είναι να χιονίζει -σαν σήμερα- για να βγω μια τελευταία βόλτα από τα κάστρα μέχρι την παραλία. Πριν σβήσουν τα ίχνη μου θα ζητούσα να δω τα νησιά μου, εκείνα που ναυαγός ακούμπησα και έβρεξα τα χείλη μου μα δεν ξεδίψασα μια και λαχταρούσα «...να πιω όλο το Βόσπορο». Με την αποφασιστικότητα της τελευταίας ώρας, πάνω στο λευκό χιόνι θα χαράξω τα σημάδια μου, λέξεις, φράσεις, ονόματα, ημερομηνίες, όσα κράτησα όλα αυτά τα χρόνια με την ελπίδα ότι αυτή η στιγμή κρατά μια αιωνιότητα και την ωραία πλάνη πως κάποιες εικόνες, κάποιοι ήχοι, παραμένουν πάντα μέσα μας. Δεν θα' θελα να είμαι πουθενά αλλού. Εδώ στη Θεσσαλονίκη που γεννήθηκα, από εδώ θα ήθελα να φύγω. Και σ' αυτή την τελευταία βόλτα να ψάξω και να βρω αυτούς που χαθήκαμε και να συνθηκολογήσω. Πολλές ιστορίες έμειναν σαν ένας πίνακας μισοτελειωμένος. Θα αποδεχόμουνα όσα πέρασαν βάζοντας απέναντι μου τα πρόσωπα που πόθησα ποικιλοτρόπως, το κορμί τους, τις γνώσεις τους, την κίνηση, τα πάθη τους, αυτά που δεν αποκάλυψα ποτέ και σε κανένα ότι λαχταρώ. Προφανώς τη μούγκα που έδειξα τότε, την τελευταία ώρα, σήμερα θα την έκανα λογοδιάρροια. Δεν μπορεί να χάθηκαν όσα ένιωσα.
Χιονίζει από χθες και η ατμόσφαιρα είναι παγερή σχεδόν διάφανη. Οι νύχτες που σαρώνουν τα φώτα της πόλης σκεπάζονται μ' ένα μεθυστικό λευκό και οι νιφάδες στους δρόμους που δεν παγώνουν γίνονται νερό. Χαράζει, κι αυτή είναι η ώρα που έχεις ανάγκη να αγκαλιάσεις έναν άφυλο Άγγελο με μακριά μαλλιά, έναν από αυτούς που θεσπέσιοι και ποθητοί λάμπουν στο φως που αντανακλά το χιόνι. Αυτοί κυκλοφορώντας ανάμεσα σε ανθρωπους λυσσασμένους για επιτυχία, ιχνηλατούν σιωπηλά το παρόν και το παρελθόν παρασύροντας τα προσφιλή τους πρόσωπα. «Έλα μαζί μου...» ψιθυρίζει μια φωνή. «Όλα έξω είναι μαγικά όμορφα, περιμένουν μόνο ένα άγγιγμα σου για να ζωντανέψουν».