Πέμπτη, Ιουλίου 20, 2006

Αναζητώντας το χαμένο χρόνο

Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο doncat.blogspot.com, το blog του Δον Γάτου, και γράφτηκε ειδικά γι'αυτό. Τώρα, και αρκετές μέρες αφού ολοκλήρωσε τον κύκλο του εκεί, το δημοσιεύω κι εδώ, για να υπάρχει και στη δική μου ... συλλογή. Οι υπέροχες εικόνες που επέλεξε ο Δον Γάτος, κατόπιν ... υποσυνείδητης επαφής που είχαμε, και που όλες απεικονίζουν έργα του Rene Magritte, δεν επαναλαμβάνονται φυσικά. Εδώ ένας άλλος Magritte, κοντινός στο ύφος αυτών που επέλεξε ο Δον Γάτος.

Είμαι ακόμη στο γραφείο, η ώρα περίπου 8 και βραδιάζει. Τα παράθυρα ανοιχτά, η δροσιά των τελευταίων ημερών μας επέτρεψε να κλείσουμε για λίγο τον κλιματισμό και να αναπνεύσουμε επιτέλους ελεύθερα. Απ’ έξω ακούγονται οι συνήθεις θόρυβοι της Μεσογείων, αυτοκίνητα πάνε κι έρχονται, με μεγάλες ταχύτητες (μου παίρνει περίπου 3 λεπτά να περάσω απέναντι, σε ώρα αιχμής). Ολοι, μα όλοι ανεξαιρέτως, βιάζονται.

Που πάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι, προς τα που κατευθύνονται με τέτοια αδημονία; Τους παρατηρώ μέσα από το ταξί τα πρωινά, ή περπατώντας στο κέντρο της πόλης, να διαλέγει ο καθένας την ευθεία του και να πηγαίνει, άλλος κουνώντας τα χέρια του νευρικά, άλλος κοιτάζοντας αποφασιστικά μπροστά, άλλος αφηρημένα, έχοντας χαθεί σε μια σκέψη ή σε μια εικόνα που περνάει δίπλα του. Και κοιτάζω τα πρόσωπά τους. Μου αρέσει πολύ να κοιτάζω τα πρόσωπα όλων αυτών των άγνωστων που κάθε μέρα προσπερνάω και με προσπερνούν, προσπαθώντας να μαντέψω τον κόσμο που κουβαλούν μέσα τους, τις σκέψεις που ορίζουν την κίνησή τους και τη φορά του βλέμματος. Όλα τα βρίσκεις σε αυτά τα βλέμματα. Βιασύνη. Προσμονή. Χαρά. Ελαφρότητα. Πονηριά. Φόβο. Συστολή. Γλύκα. Απελπισία. Λύπη. Μοναξιά. Συστολή. Αβεβαιότητα. Ελευθερία. Μερικές φορές και τίποτε από όλα τα παραπάνω. Μηδέν.

Όλα αυτά τα βλέμματα, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που μερικές φορές βιάζονται τόσο που πέφτουν πάνω σου, σκοντάφτουν στο πεζοδρόμιο, χτυπάνε με τη τσάντα τους τη τσάντα σου, σε πατάνε για να μπουν πρώτοι, γρήγορα-γρήγορα, στο μετρό ή το λεωφορείο. Και μετά, αφού εισέλθουν βίαια για μερικά δευτερόλεπτα στη ζωή σου, φεύγουν για πάντα. Εξαφανίζονται μυστηριωδώς, για να αντικατασταθούν από άλλους, που με μαθηματική ακρίβεια θα συμπεριφερθούν πάνω-κάτω με τον ίδιο τρόπο. Χωρίς όμως να είναι οι ίδιοι.

Ολοι αυτοί οι άνθρωποι. Που όταν βρίσκονται πολλοί μαζί, ανάμεσα σε τόνους από τσιμέντο και γυαλί, κακόγουστα χυμένα όπου να’ναι, με τα αυτιά τους να δέχονται επίθεση από κύματα θορύβου, και τα μάτια τους να σκανάρουν μηχανικά τα θραύσματα των εικόνων που καταφθάνουν από παντού, είναι σαν να τους περισσεύει το εγώ τους. Σαν να μην έχουν τι να το κάνουν, σαν να μην ξέρουν πώς να το χωρέσουν σ’ένα σχήμα που να τους εκφράζει, χωρίς να προσβάλλουν, χωρίς να γίνονται αιχμηροί για τους Αλλους. Τους γύρω-γύρω. Και απαντούν στην επίθεση, με σφοδρότερη επίθεση. Και ξαφνικά, τα πρόσωπά τους και τα βλέμματα που ψάχνω να ανιχνεύσω, υποχωρούν, και αντικαθίστανται από τεράστια ρολόγια, με τους δείκτες να προχωρούν ακάθεκτοι, και το χρόνο να περνάει από πάνω τους αμείλικτος, χωρίς να τους αφήνει μια τόσο δα χαραμάδα διαφυγής. Είναι οι περιπτώσεις αυτές όπου ο Χρόνος παύει να γιατρεύει και να λυτρώνει, γίνεται εχθρός, γιατί περνάει άσκοπα, μέσα σε μια διαρκή κούρσα προς την επόμενη μέρα, που θα έρθει και θα είναι σχεδόν ίδια με την προηγούμενη. Σαν τη σταγόνα που πέφτει με τον ίδιο ρυθμό από τη βρύση που ξέχασες να κλείσεις εντελώς, και μέσα στη νύχτα έχει βαλθεί να παίξει με τα νεύρα σου. Τη βρύση σηκώνεσαι και την κλείνεις, αυτούς τους δείκτες όμως, σε αυτά τα τεράστια ρολόγια που έχουν εγκατασταθεί ύπουλα, με θράσος μέσα στο κεφάλι σου, δεν μπορείς να τους σταματήσεις.

Πριν από κάμποσα χρόνια, όταν ακόμη είχα την πολυτέλεια να ασχολούμαι με τέτοια πράγματα, έκανα το εξής πείραμα. Ξεκίνησα να περπατάω με κατεύθυνση από την Ομόνοια προς το Σύνταγμα, την ώρα που οι περισσότεροι κινούνταν αντίθετα (ναι, υπήρχαν ακόμη τότε - γιατί για το σήμερα δεν είμαι τόσο σίγουρη, κάτι ώρες μέσα στη μέρα, που η φορά των πολλών ήταν συγκεκριμένη). Και προσπαθούσα να κοιτάζω όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους κατευθείαν μέσα στα μάτια. Το αποτέλεσμα, απογοητευτικό. Οι περισσότεροι είχαν βλέμμα σκυθρωπό, κουρασμένο ή τσαντισμένο, ένιωθες τον αέρα πάνω από την Πανεπιστημίου γεμάτο από αυτόν τον τσαμπουκά, που σε γονατίζει. Γύρισα στο σπίτι καταβεβλημένη, ένιωθα το σώμα μου να έχει ανοίξει τρύπες, και από παντού να χάνω ενέργεια, σαν το τρύπιο λάστιχο που χάνει αέρα, και γρήγορα φλατάρει. Αργότερα βεβαίως σοφίστηκα διάφορους τρόπους να αμύνομαι σε τέτοιες πιθανές απώλειες, αλλά εκείνη την αίσθηση δεν θα την ξεχάσω ποτέ.

Και χωρίς να χρειαστεί να το πολυαναλύσω, είχα καταλήξει με ενστικτώδη σχεδόν βεβαιότητα στο συμπέρασμα πως ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου είναι ο χρόνος που περνάει άσκοπα, μηχανιστικά. Και όταν λέω άσκοπα, δεν εννοώ χωρίς κάποιον συγκεκριμένο, πρακτικό σκοπό, αλλά όταν ο σκοπός στερείται βαθύτερης ουσίας. Όταν υπηρετεί απλώς θέματα επιβίωσης, αλλά δεν αρκεί για να θρέψει το πνεύμα, την ψυχή σου, το σώμα σου με τα δώρα της ζωής.

Όταν οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες, οι εποχές, χρόνια ολόκληρα περνούν από πάνω σου και εσύ έχεις ξεχάσει πια να χαίρεσαι το πρωί όταν ξυπνάς. Να απομονώνεις το θεσπέσιο κελάηδισμα ενός πουλιού που, το άτιμο, βρέθηκε να τραγουδάει στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας στο κέντρο της πόλης. Να παρατηρείς το άνθισμα των δέντρων που φαίνονται μετά βίας από το παράθυρό σου. Να απαντάς με ένα ευγενικό βλέμμα σε αυτόν που σου ζητάει τον αναπτήρα, την ώρα που στέκεσαι μπροστά σε μια βιτρίνα. Να ερωτεύεσαι. Να σμίγεις με τον άλλο και να χάνεσαι με τις ώρες στο κορμί του, μέσα στο βλέμμα του. Να περπατάς στο δρόμο και να μην θυμίζεις απειλή, αλλά μια γλυκιά υπόσχεση. Να μην στέκεσαι αμήχανα μέσα σ’ένα μπαρ, κρατώντας ένα ποτό στο χέρι και ανταλλάσοντας κοινότοπες ανοησίες με τους υπόλοιπους, αλλά να χορεύεις, να φλερτάρεις, να μοιράζεσαι, να επικοινωνείς. Να κάνεις το χρόνο που περνάει να έχει μια κάποια αξία, και κάθε λεπτό που φεύγει από πάνω σου να φεύγει γεμάτο, πλήρες, χορτασμένο. Να μην περιμένεις μια μεγάλη απώλεια για να ξυπνήσεις. Να παραμένεις ζωντανός στις επάλξεις, έτσι κι αλλιώς.

Να κάνεις το χρόνο σύντροφο και φίλο, που μπορεί έτσι κι αλλιώς να είναι σχεδόν πάντα σκληρός μαζί σου, αλλά φίλος, όχι εχθρός.

Σκεφτόμουν όλα αυτά, όταν λίγο νωρίτερα σήμερα, ξεκινώντας να γράψω ένα κείμενο που δεν είχα ιδέα για τι θα μιλάει, άκουσα μέσα από τους θορύβους της Μεσογείων, τα τζιτζίκια στα δέντρα από κάτω, να λένε τα δικά τους και να προμηνύουν μια μέρα πιο ζεστή από τις προηγούμενες.

Που ελπίζω να μην χρειαστεί πάλι να κλείσουμε εντελώς τα παράθυρα στο γραφείο και να βάλουμε τα κλιματιστικά να δουλέψουν στο φουλ. Ελπίζω αυτό το Σαββατοκύριακο που έρχεται, να βρεθώ πάλι κοντά στη θάλασσα, και να μην είμαι περιτριγυρισμένη από ένα σωρό ανθρώπους που δεν τα πάνε καθόλου καλά με το χρόνο που περνάει, δυστυχώς για αυτούς αμείλικτος. Να αφήσω το βλέμμα να πέσει απαλά πάνω σε ένα άλλο ήρεμο βλέμμα και να γεμίσω για λίγο θάλασσα, να ονειρευτώ.

Και να πάψω να βλέπω στον ύπνο μου ότι καβαλάω ένα ποδήλατο, όπως όταν ήμουν έφηβη, και ξεχύνομαι με όση ταχύτητα μπορώ, με κατεύθυνση άγνωστη, σε μια άγνωστη γη, που ακόμη δεν μου έχει αποκαλυφθεί. Την terra incognita που κρύβεται από το φως και μου αποκαλύπτεται μόνο τα βράδια, όταν πια έχω πέσει σε βαθύ ύπνο, και τα όνειρά μου μού θυμίζουν τι ακριβώς είναι αυτό από το οποίο προσπαθώ να ξεφύγω, για να πάω εκεί που πάντα ποθούσα να είμαι.