Δευτέρα, Φεβρουαρίου 27, 2006

Ενα Σαββατοκύριακο, δύο ταινίες




Σάββατο βράδυ, Brokeback Mountain στο Εμπασσυ στο Κολωνάκι
Ισως να φταίει ο θόρυβος γύρω από την ταινία, που πάντα γεννάει προσδοκίες. Ισως να φταίει το ότι γύρω-γύρω ακούγονταν πνιχτά (ή λιγότερο διακριτικά) γελάκια και δηκτικά σχόλια, στην επίμαχη σκηνή που οι δύο ήρωες κάνουν για πρώτη φορά σεξ. Αντίστοιχο κλίμα υπήρξε και σε όλη την υπόλοιπη ταινία. Με τις γυναίκες να κάνουν σχόλια για την δήθεν ύποπτη συμπεριφορά των γκόμενών τους όταν πηγαίνουν "για ψάρεμα με τον κολλητό", και τους straight άνδρες να αντιδρούν αμήχανα. Oι gay θεατές βέβαια ήταν σε άλλο μήκος κύματος, απολύτως λογικό αυτό. Ισως να πέρασε πολλή ώρα μέχρι τα τελευταία 30 λεπτά, όπου η ταινία γίνεται πλέον εσωτερική, άρα και πιο ενδιαφέρουσα, και οι χαρακτήρες αρχίζουν να φαίνονται ανάγλυφοι. Μπορεί να εκνευρίστηκα λίγο που οι γυναίκες στην ταινία υπήρχαν μόνο ως καρικατούρες. Δεν είναι δυνατόν να βλέπεις τον άνδρα σου να ρίχνει παθιασμένα γλωσσόφιλα στον κολλητό του φίλο και να περιμένεις να δεις αν βράχηκε το χαρτάκι στην πετονιά, για να λυθεί το μυστήριο... Σε όποια δεκαετία και να ζεις, όσο καταπιεσμένη και απλοϊκή και να είσαι, οι αναμενόμενες αντιδράσεις είναι πάνω-κάτω οι ίδιες. Οχι ότι οι αρσενικοί ήρωες της ταινίας διαθέτουν περισσότερα επίπεδα. Αλλά οι τρεις γυναίκες που σκιαγραφούνται στην ταινία είναι εξίσου αδιάφορες. Οι δύο σύζυγοι, κατ' αρχήν. Η μία κυνική και παραδομένη στην ύλη, η άλλη σιωπηλό θύμα που πιο πολύ σε πνίγει με την απουσία παρά την παρουσία της. Η μητέρα, μιλάει με το βλέμμα της, στη σκιά του πάτερ-φαμίλια, προδομένη γυναίκα της συντηρητικής Αμερικής της δεκαετίας του '60. Ωστόσο, κι αυτή δεν τολμάει να υπάρξει παρά μόνο πίσω από τις γραμμές.
Ο Ενις (πολύ καλή ερμηνεία, οφείλω να το αναγνωρίσω, εσωτερική και μεστή) μου φάνηκε πολύ γοητευτικός. Αντιδρά στον απρόσμενο έρωτα που τον βρίσκει στο βουνό με μια αθωότητα που θυμίζει έφηβο. Η σκηνή στο ποτάμι, και αυτή με το πουκάμισο,στο πατρικό του φίλου του, είναι σπαραχτικές σχεδόν, χωρίς να φωνάζουν. Ο έτερος ήρωας ωστόσο είναι η τραγική φιγούρα του έργου, χωρίς καμία αμφιβολία. Το δικό του πάθος για το φύλο του προϋπάρχει και δεν χορταίνει με αποσπασματικές συναντήσεις της 1 εβδομάδας έκαστη. Είναι αυτός που διεκδικεί το δικαίωμα να ζήσει με τον άνθρωπό του, όπως ένα "κανονικό ζευγάρι". Διεκδικεί το δικαίωμά του να γεύεται τον έρωτα, όπως όλοι οι υπόλοιποι. Και καταφεύγει πέρα από τα σύνορα, γιατί η ντόπια κοινωνία δεν σηκώνει τέτοιες προσδοκίες. Στο τέλος, τιμωρείται, σαν σκυλί, σαν γυναίκα του δρόμου, σαν τους μαύρους του Νότου, σβήνει μαζί με το ακόρεστο πάθος του ατιμωτικά.
Η ταινία είναι καλή. Και μιλάει για το τέλος του έρωτα και την απώλεια, δεν είναι gay ταινία, έχει δίκιο ο Τσαγκαρουσιάνος, στο σχετικό κείμενό του περί νέας μελαγχολίας, στο φύλλο του Σαββάτου που μας πέρασε. Αλλωστε, υπάρχει και η σκηνή με την ξανθούλα που μπαίνει για λίγο στη ζωή του Ενις (αυτή ήταν με διαφορά η πιο φρέσκια θηλυκή παρουσία στην ταινία, έστω και ολίγον τι μονοδιάστατη). Κι εκεί ένα αντίο λέγεται, απλώς δεν βρίσκεται στο επίκεντρο της ιστορίας.
Δεν είναι όμως μεγάλη ταινία. Πολύς θόρυβος, για μια ιστορία που έχει ξαναειπωθεί, σε όλες της τις εκδοχές, πλην αυτής που πραγματεύτηκε στο Brokeback Mountain ο Aνγκ Λι. Εξού και όλη αυτή η φασαρία. Της λείπει όμως η ένταση και το βάθος που θα περίμενα εγώ προσωπικά να υπάρχει στη διήγηση μιας τέτοιας ιστορίας. Τα 8 Οσκαρ (όχι ότι σημαίνουν πάντα κάτι αυτά) είναι υπερβολικά, για να δούμε πόσα θα πάρει τελικά.
Κυριακή απόγευμα, Walk the line, στο Mall (άθλιο μέρος)
Εξαιρετική ταινία, συμπαγής και όμορφα δουλεμένη, με εξαιρετικές ερμηνείες. Εδώ έχουμε το αντίθετο. Μια αγάπη που γεννιέται, δυναμώνει σιγά-σιγά και απογειώνεται όταν πρέπει, χρόνια μετά τον πρώτο έρωτα. Μια αγάπη που σώζει αυτούς που τη βιώνουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μια αγάπη που τους κρατάει στη ζωή και στο τέλος τους δικαιώνει. Μέσα από όλα τα σκατά, ο Τζόνι Κας και η Τζουν Κάρτερ μένουν μαζί, δεμένοι σε μια γροθιά και φεύγουν από αυτή τη ζωή, με διαφορά 4 μηνών... Από τις ιστορίες που κάνουν τα δάκρυα να κυλούν λυτρωτικά, αφού αποτελούν ζωντανή απόδειξη του τι μπορεί να προκύψει μεταξύ δύο ανθρώπων, όταν αποφασίζουν να νικήσουν μαζί το φόβο. Δεν είναι και λίγο αυτό. Αναρωτιόμουν όταν βγήκα από την αίθουσα αν υπάρχει χώρος για τέτοιες αγάπες σήμερα.
Οι δε ερμηνείες, άψογες. Ο Χοακίν Φίνιξ και η Ρις Γοϋίδερσπουν απίστευτα ταιριαστοί, σαν να περίμεναν τόσα χρόνια να παίξουν μαζί σε αυτή την υπέροχη ταινία. Οι κριτικοί δεν την εκτίμησαν, ούτε και το κοινό. Το ηλίθιο ελληνικό κοινό, μόλις δύο χιλιάδες εισιτήρια έκοψε η ταινία ή κάτι τέτοιο. Δεν την επέλεξαν, ούτε ως μια ενδιαφέρουσα ιστορία, ακόμη κι αν είχαν ιδέα περί του ποιος ήταν ο Τζόνι Κας. Δεν πειράζει, έχει πάψει να μου προκαλεί εντύπωση αυτή η βλακεία. Το αντίθετο είναι που με εκπλήσσει πλέον.
Ιδού και οι στίχοι από το "The Ring of fire", που έγραψε η Τζουν Κάρτερ, όταν ο Κας πάλευε ακόμη με τα χάπια, από τη μία, και τον έρωτά του για εκείνη, από την άλλη:
Love is a burning thing
and it makes a firery ring
bound by wild desire
I fell in to a ring of fire...
I fell in to a burning ring of fire
I went down,down,down
and the flames went higher.
And it burns,burns,burns
the ring of firethe ring of fire.
The taste of love is sweet
when hearts like our's meet
I fell for you like a child
oh, but the fire went wild...
I fell in to a burning ring of fire...

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 23, 2006

Αναχωρήσεις


Λόνδρα, Παρίσι, New York, Βουδαπέστη, Βιέννη...





Ταξίδια, ταξίδια, ταξίδια, μακρυά, κοντά, δεν έχει σημασία, αρκεί να είναι ταξίδια. Το φεύγα, οι ξένες εικόνες, τα δωμάτια ξενοδοχείων, τα αεροπλάνα και τα αεροδρόμια, οι κουρασμένες βαλίτσες, τα ξένα νομίσματα, το φεύγα, κυρίως αυτό.

Αυτή τη φορά, το Λονδίνο. Που σε βρέχει και σε κρυώνει, που σε γεμίζει και μετά σ' αδειάζει, το κοσμοπολίτικο Λονδίνο, με τις υπέροχες μουσικές του, τις μπύρες, τα fish and chips, τα muffins, τα βιβλία και τις ταινίες του, τα παζάρια του, τους πανέμορφους Ασιάτες, τα κόκκινα λεωφορεία, τις γέφυρες και τις ουρές έξω από τα μπαρ. Λονδίνο, γεια σου Λονδίνο.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 10, 2006

Αυτός που μένει κι αυτός που φεύγει



«... μπορεί να υπάρχει μόνο σαν συνέπεια του άλλου: είναι ο άλλος που φεύγει, είμαι εγώ που παραμένω.
Ο άλλος είναι σε κατάσταση διαρκούς αναχώρησης, ταξιδιού.
Ο άλλος είναι εξ ορισμού, μετανάστης, πρόσφυγας.
Εγώ που αγαπώ είμαι στατικός, ακίνητος, προσιτός, σε κατάσταση προσδοκίας, καρφωμένος στο σημείο, στην αγωνία -- όπως ένα πακέτο ξεχασμένο σε κάποια γωνία ενός σιδηροδρομικού σταθμού».


Roland Barthes

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 08, 2006

Ενα παραμύθι



Μου τη διηγήθηκε μια φίλη, κι επειδή κουράστηκα τώρα τελευταία να βλέπω ανθρώπους αγαπημένους να φοβούνται την αγάπη και εν γένει το συναίσθημα, την εκθέτω σε κοινή θέα, μπας και τη δει κανένας περαστικός. Την αφιερώνω, δε, στο Γιάννη Αγγελάκα και τη συγκλονιστική ταραγμένη ηρεμία του. Σαν αυτή που μετέδιδε επί σκηνής, σε όσους είχαν την τύχη να τον παρακολουθήσουν το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, στις συναυλίες του με τους Επισκέπτες, στο Gagarin.
Ετσι, έτσι, φίλε Γιάννη, από δω και πάνω έχει μόνο τώρα.


τώρα εγώ θα σου πω για ένα άλλο κορίτσι, που ήθελε,
όσο τίποτε άλλο στον κόσμο, να νιώσει την αγάπη.
αυτό ήταν που έκαιγε την καρδιά της,

αυτό ήταν που έβαζε στο μυαλό της φωτιά.
αυτό ήταν που έκανε όλα τα υπόλοιπα να αποκτούν νόημα.
κι έτσι, κάθε φορά που ανοιγόταν μπροστά της ο δρόμος,

ξεκινούσε να πηγαίνει, χωρίς να ξέρει ακριβώς για που.
χωρίς να τη νοιάζει, έπαιρνε στο κατόπι το χρόνο και πήγαινε.
που και που, ξαπόσταινε, γιατί είναι πολλά αυτά που συμβαίνουν στο δρόμο.
και το κορίτσι ήξερε ότι σε όλα πρέπει να δίνεις την προσοχή σου,

χωρίς να ξεδιαλέγεις αυτά του γούστου σου.
γιατί έτσι είναι η ζωή, γεμάτη από τούτα αλλά κι από κείνα,

από αυτά κι από τα άλλα.
δεν έμενε όμως πολύ, πουθενά.
συνέχιζε να προχωρά, μέχρι να βρει αυτό που θα έκανε την ψυχή της να γελάσει.
αλλά όσο πιο πολύ πήγαινε, τόσο περισσότερο δάκρυζε.
κι όσο πιο πολύ δάκρυζε, τόσο πιο μακρυά φαινόταν το τέλος του δρόμου.
μια μέρα εκεί που πήγαινε, συνάντησε ένα αγόρι.
και το αγόρι σκίρτησε μόλις την είδε και κάπως του'ρθε

πως, λέει, την ερωτεύθηκε, με έρωτα βαρύ.
και σκάρωσε ένα ποιηματάκι και της είπε:
"Ποια έρχεται σαν στήλη καπνού
μέσα από την ερημιά,
αρωματισμένη με μύρο και λιβάνι;
Οι αρθρώσεις των μηρών σου είναι σαν κόσμημα,
έργο πονηρού τεχνίτη.
Τα χείλη σου σαν κόκκινο νήμα,
το στόμα σου κομψό...
Η ανάσα σου μυρίζει σαν το μήλο,
και τα στήθη σου, δυο τσαμπιά σταφύλια...
Είσαι πανέμορφη αγάπη μου.
Και δεν υπάρχει ψεγάδι πάνω σου."
το αγόρι έμεινε μαζί της,
να περπατάει για αρκετές μέρες,
μέχρι που κουράστηκε και πίσω αποφάσισε να γυρίσει.
ετσι είναι αυτά, ο μακρύς ο δρόμος είναι κουραστικός και δύσκολος.
και το αγόρι έφυγε, και το κορίτσι τον χαιρέτισε με δάκρυα στα μάτια

και λύπη στη ψυχή.
που έχασε το συνοδοιπόρο της.
αρκετές μέρες μετά που έφυγε το αγόρι,
το κορίτσι έπεσε πάνω σε ένα γάμο,
από αυτούς τους απλούς γάμους, που γίνονται στα χωριά.
μέσα στα γρασίδια και τα λουλούδια,
μήνα Μάιο, το μήνα του έρωτα.
το κορίτσι και το αγόρι κοιτάζονταν στα μάτια και
νόμιζες πως ο ήλιος συναντούσε το φεγγάρι.
τέτοια ομορφιά.
και το κορίτσι της ιστορίας μας συγκινήθηκε,
γιατί η ομορφιά είναι σπάνιο πράγμα.
και ένιωσε την ψυχή της να πάλλεται.
και σκάρωσε ένα ποιηματάκι
και τους το τραγούδησε, λίγο πριν φύγει από το χωριό τους,
να βγει ξανά στο δικό της δρόμο:
"Οι μάγισσες τα ύφαιναν όλο το βράδυ,
το πέπλο το αραχνοϋφαντο.
Μια νύχτα πριν, το έραναν με αστρόσκονη
και ψιθύρισαν λόγια μυστικά, του έρωτα.
Η πλανεύτρα σελήνη ταξίδεψε ταξίδι μαγικό,
προσγειώθηκε στη γη και κοίταξε τους δύο νέους στα μάτια.
Τους ευχήθηκε να είναι μαζί, όπως τ' αστέρια στον ουρανό,
οι αστερίες στο βυθό και τα πουλιά στους αιθέρες.
Στο τέλος, κάλεσε τη φωτιά, το νερό, τον αέρα και τη γη,
να χορέψουν χορό τρελό, χορό του έρωτα".
και μετά το κορίτσι έφυγε.
να μην παραλείψω να σου πω
πως το κορίτσι έψαχνε την αγάπη,
αλλά κατάλαβε νωρίς πως αυτή κρύβεται μέσα σε σχισμές και σπηλιές,
παίζει κρυφτό με το χρόνο, γιατί η αγάπη δεν έχει χρόνο
και δεν της αρέσει να τη βάζουν σε σχήματα.
το σιχαίνεται αυτό κι έτσι κρύβεται
και αποκαλύπτεται μόνο στα μάτια εκείνων που ξέρουν να διαβάζουν τα σημάδια.
στο δρόμο του το κορίτσι, γέλασε και δάκρυσε πολλές φορές.
ένα πρωινό του Φεβρουαρίου, μάλιστα, έκλαψε τόσο που ράγισαν τα βράχια.
ένα αγόρι από τα παλιά, την έκανε να κλάψει.
συνοδοιπόρος κι αυτός,
που κάποια στιγμή στο δρόμο νόμισε πως βρήκε αυτό που έψαχνε
κι έμεινε εκεί.
οι θεοί όμως αυτού και του άλλου κόσμου δεν είχαν σύμφωνη γνώμη.
το ζήλεψαν το αγόρι έτσι ήρεμο που ήταν και είπαν να το πάρουν μαζί τους.
και το αγόρι έφυγε ξαφνικά, όπως φεύγουν τα φύλλα από τα δέντρα το φθινόπωρο,
και δεν είπε ούτε γεια.
δεν πρόλαβε τις χαιρετούρες.
ένα βράδυ όμως επισκέφθηκε το κορίτσι της ιστορίας μας στον ύπνο της
και της είπε διάφορα.
και το κορίτσι, για να ξορκίσει το φόβο του,
του έγραψε:
"Σε είδα πάλι να μου γνέφεις χθες αργά,
μέσα στο απόκοσμο φως των αστεριών,
βαθιά μέσα στη νύχτα.
Στην άκρη της πόλης με οδήγησες,
πέρα, πάνω στο λόφο των εφηβικών ερώτων
και μου ψιθύρισες λόγια γλυκά, σαγήνης λόγια, απαλά.
Πέρα από τις στέγες των σπιτιών,
άνοιξες τα φτερά σου και με πέταξες.
Είδα τα πάντα από ψηλά
και ανατρίχιασα από την πολλή γαλήνη.
"η δόξα ενός πρώιμου θανάτου",
είπες και γέλασες.
"η σάρκα που λατρεύεται πριν την πτώση",
σκέφτηκα εγώ.
Μα τότε αντίκρυσα το παγωμένο σύννεφο
που σκέπαζε το πρόσωπό σου,
ένιωσα τα βάθη των αιώνων
μέσα απ' όπου αναδύεσαι και θόλωσε η θνητή μου σκέψη.
Είδα το σώμα μου να κείτεται ασάλευτο μέσα σε μια γυαλιστερή κάσκα,
φτιαγμένη από ακριβό ξύλο,
κι από κάτω τα σκουλήκια της γης
να χαλάνε σιγά-σιγά αυτό που ήξερα για όψη.
Και σκιάχτηκα, και τρόμαξα και μετά σε χαιρέτησα
κι ευχήθηκα να μην σε συναντήσω ποτέ ξανά".

το κορίτσι πολύ τρόμαξε με το θάνατο
κι έτσι συνέχισε το δρόμο της
με περισσότερο πείσμα αυτή τη φορά,
να μείνει δίπλα στη ζωή,
να μην ξεστρατίσει ούτε τόσο δα.
και αποφάσισε τα δάκρυα να μην την ξαναπτοήσουν,
γιατί ακόμη και τα δάκρυα είναι γλυκά
και μερικές φορές σε ξαλαφρώνουν κιόλας.
και τα χρόνια πέρασαν
και το κορίτσι έγινε μεγάλο κορίτσι
και τα σύννεφα ταξίδεψαν πολύ μακριά
κι ο χρόνος άρχισε να κυλάει πιο γοργά
και τα δάκρυα να αλλάζουν γεύση
και οι εικόνες να αλλάζουν με μεγάλη ταχύτητα
και καινούρια πράγματα να διαδέχονται το ένα το άλλο
και ο κόσμος που ήξερε το κορίτσι που τώρα είναι μεγάλο κορίτσι,
να' χει αλλάξει σύνορα κι ανθρώπους και όνομα.
αλλά το κορίτσι εξακολουθούσε να ψάχνει την αγάπη.
την απόλυτη, τη μοναδική, την αναντικατάστατη, την αψεγάδιαστη.
την υπέροχη αγάπη που ομορφαίνει την ψυχή
και εξυψώνει το πνεύμα
την αγάπη που σε κάνει να ιδρώνεις τα βράδυα από πόθο
και να γαληνεύεις το πρωί, καθώς μοιράζεσαι ένα μόνο βλέμμα
με ένα χαμογελαστό πρόσωπο να σε κοιτάζει ήρεμα
και να σου υπόσχεται ταξίδια.
πολλά αγόρια συνάντησε το κορίτσι,
άλλα μικρά κι άλλα μεγαλύτερα.
ορισμένα ήταν και άντρες, μεγάλοι και κουρασμένοι,
αλλά νόμιζαν πως ήταν ακόμη αγόρια.
δεν πειράζει, το κορίτσι δεν κράτησε καμία λύπη, καμία κακία,
δεν ήξεραν τι έκαναν, δεν ήξεραν κι αυτοί ποιο δρόμο να διαλέξουν.
Μερικές φορές ένιωθε κι αυτή έτσι.

Μετά όμως κουράστηκε.
και είπε:
νισάφι, μήπως ο έρωτας δεν κατοικεί πια εδώ, σε τούτον εδώ τον πλανήτη;
μπορεί ο έρωτας να κουράστηκε από το φόβο των ανθρώπων
και να μπήκε σ' ένα μικροσκοπικό διαστημόπλοιο και να έφυγε για άλλο Σύμπαν,
μακρινό και ξένο.
όπου τα κορίτσια και τα αγόρια δεν φοβούνται να βουτήξουν

στις βαθιές θάλασσές του, δεν φοβούνται να πέσουν στη δίνη του.
μπορεί.
αλλά έτσι κι αλλιώς, το κορίτσι που τώρα ήταν μεγάλο κορίτσι,
κάθησε κι έγραψε ένα ποιηματάκι, για όλους τους έρωτες που τελειώνουν άδοξα:
"Πάλι μας ξεγέλασαν τα αστέρια
κι αυτό, που άρμη ζεστή το νιώσαμε πως ήταν,
το άρπαξαν τα σκυλιά και γύρω του αλυχτάνε...
Μακάρι να μπορούσα να κλέψω την ασχήμια
και το φόβο από την ψυχή σου
κι ένα απαλό σύννεφο να σε σκεπάσει, σαν σε γλυκό ύπνο.
Κι αν το μίσος κι η αγάπη
μπλέκουν τα υφάδια τους άνομα,
έτσι πλασμένος είναι ο άνθρωπος,
μαζί γάτα και σκύλος.
Σαν ένα τρελό γαϊτανάκι,
μια μέρα καυτή σαν κόλαση."

και τώρα τι;
το κορίτσι που τώρα πια είναι μεγάλο κορίτσι, όπως σου έχω ήδη πει,
συνεχίζει να πηγαίνει, γιατί αυτό έμαθε να κάνει,
και δεν μπορεί πια να σταματήσει να ξαποστάσει.
ψάχνει ακόμη να βρει κάτι που δεν είναι πια καθόλου σίγουρη ότι υπάρχει,
παρά μόνο μέσα σε ιστορίες και ταινίες του σινεμά
και τραγούδια που μιλούν για ρομαντικές, καταραμένες αγάπες.
ακόμη και τα ποιήματα κρύφτηκαν,
κανείς δεν γράφει πια αληθινά ποιήματα,
και πες μου τώρα εσύ, μέσα σ' έναν κόσμο τέτοιο,
γεμάτο ασχήμια και αδικία και δυστυχία και πόνο,
όπου οι εικόνες αψεγάδιαστου κάλλους εναλλάσσονται με εικόνες άφατου πόνου,
με την ταχύτητα του φωτός,
υπάρχει περίπτωση να βγει από τη σχισμή στο χρόνο
και να μας γνέψει
ο έρωτας και η αγάπη;
Μπα, μεγάλο κορίτσι, σταμάτα να πηγαίνεις, δεν έχει άλλο δρόμο.

Λες;

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 02, 2006

Αγαπημένη Λουκρητία

... αγαπημένος Αρκάς!

Ιδού, ορισμένα στην κόψη του ξυραφιού του χιούμορ: